- πέδιλο
- Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου, ένας μηχανισμός, ένα μηχάνημα ή ένα εργαλείο, όπως ο ποδοκίνητος τόρνος, η ποδοκίνητη ραπτομηχανή, το ποδήλατο, η ποδοπέδη των αυτοκινήτων κ.ά. Ο μοχλός αυτός κατασκευάζεται σε διάφορα σχήματα, ανάλογα με την ειδική περίπτωση που χρησιμοποιείται. Π. λέγεται και το υπόθεμα από χυτοσίδηρο που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση του χωροσταθμικού πήχη στα σημεία αλλαγής κατά την εκτέλεση γεωμετρικής χειροσταθμικής όδευσης. Tο βάρος του είναι περίπου πέντε κιλά, έχει στο πάνω μέρος ένα χαλύβδινο καρφί με ημισφαιρική κεφαλή και στηρίζεται στο έδαφος με τρεις κωνικές εκφύσεις. Στο στρατό π. λέγεται ένα μεταλλικό κομμάτι που περιβάλλει ή επενδύει ένα άλλο για να παρεμποδίσει τη φθορά του. Π. χρησιμοποιούνται στα κοντάκια των ντουφεκιών και για την επένδυση σε οβίδες. πεδιλοδρομία. Η διολίσθηση σε λείο έδαφος με τροχοπέδιλα. Η πεδιλοδρομία έχει αντικαταστήσει την παγοδρομία και γίνεται σε ειδικούς χώρους, τα πεδιλοδρόμια. Τα πρώτα πεδιλοδρόμια λειτούργησαν στη Γαλλία το 1876.
Dictionary of Greek. 2013.